ἐξετάσεων

ἐξετάσεων
ἐξετάσεω̆ν , ἐξέτασις
close examination
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • γραπτός — και γραφτός, ή, ό (AM γραπτός, ή, όν) γραμμένος νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. 1. το γραφτό ό,τι έχει γράψει ή ορίσει η μοίρα, το ριζικό, το πεπρωμένο 2. το γραπτό η κόλλα, το δοκίμιο τών γραπτών εξετάσεων II. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γραπτά 1. τα… …   Dictionary of Greek

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • γαστροσκόπιο — το εύκαμπτο ενδοσκόπιο ψυχρού φωτός για την εκτέλεση εξετάσεων τού στομάχου …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασία — η (AM δοκιμασία) [δοκιμάζω] εξέταση, έλεγχος, έρευνα για έγκριση μσν. νεοελλ. 1. δοκιμή, απόπειρα 2. ταλαιπωρία, βάσανο νεοελλ. 1. φρ. «γραπταί δοκιμασίαι» εξετάσεις για να κριθεί η κατάταξη, προαγωγή, απόλυση μαθητών 2. «ηπατικές δοκιμασίες»… …   Dictionary of Greek

  • εκφώνηση — η (AM ἐκφώνησις) εκκλ. ἐκφωνήσεις ύμνοι που εκφωνούνται στο τέλος μιας δεήσεως από τον αρχιερέα ή τον ιερέα στη διάρκεια τής λειτουργίας νεοελλ. 1. απαγγελία ή αναγγελία που γίνεται μεγαλόφωνα φρ. «εκφώνηση τών θεμάτων τών εξετάσεων» 2. (νομ.)… …   Dictionary of Greek

  • ζυγώνω — (Μ ζυγῶ, όω, Μ και ζυγώνω) 1. τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνάπτω, συνδέω, ενώνω, συναρμόζω («ζυγώνει τις δύο άκρες και έπειτα τίς ράβει») 2. μτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω, δαμάζω κάποιον νεοελλ. 1. (για χρονικές εποχές, εορτές ή γεγονότα) πλησιάζω,… …   Dictionary of Greek

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”